- ἔκαμε
- κάμνωworkaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
'καμε — ἔκαμε , κάμνω work aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκαμ' — ἔκαμε , κάμνω work aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
Πεπίνος — Όνομα Φράγκων βασιλιάδων. 1. Π. ο Βραχύς (751 768). Βασιλιάς των Φράγκων, γενάρχης της δυναστείας των Καρολιγγιδών. Γιος του Καρόλου Μαρτέλου και διάδοχός του. Εκθρόνισε, με τη συγκατάθεση του πάπα, τον άμαχο Χιλδέριχο Γ΄ και στέφθηκε και… … Dictionary of Greek
Σαραντάρης, Γιώργος — Έλληνας ποιητής και φιλόσοφος (Κωνσταντινούπολη 1908 Αθήνα 1941). Δύο χρόνια μετά τη γέννηση του ως το 1931 έζησε, εξαιτίας των εμπορικών ασχολιών του πατέρα του, στην Ιταλία, όπου έκαμε και τις πανεπιστημιακές του σπουδές (νομικά και φιλοσοφία) … Dictionary of Greek
Σμίθ, Άνταμ — (Smith). Σκότος οικονομολόγος και φιλόλογος (Κέρκαλντυ Φάιφσαϊρ 1723 Εδιμβούργο 1790). Καθηγητής της λογικής κι έπειτα της λογικής φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Γλασκόβης, δημοσίευσε το 1759 τη θεωρία των ηθικών αισθημάτων, σύστημα ηθικής όπου… … Dictionary of Greek
άβαλτος — η, ο 1. αυτός που δεν τον έβαλαν να κάνει κάτι: Ό,τι έκαμε το έκαμε άβαλτος, όχι βαλτός. 2. αφόρετος, αμεταχείριστος: Τα ρούχα που φόρεσε ήταν άβαλτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακατανάγκαστος — η, ο χωρίς καταναγκασμό, με τη θέλησή του: Ό,τι έκαμε το έκαμε ακατανάγκαστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)